«Όταν βιώνουμε τον ερχομό τους είναι όπως ένα παραπέτασμα ή μια οθόνη κινηματογράφου. Όταν έρχονται, είναι σαν κάποιος να ανάβει ένα έντονο φως πίσω από την κινηματογραφική οθόνη και να εξαλείφει την σκηνή. Τί είναι αυτό που θεωρούμε ως κινηματογραφική οθόνη, τί είναι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα ; Αυτοί το καταργούν, αποδεικνύοντας ότι είναι μόνο ένα κατασκεύασμα, μια εκδοχή της πραγματικότητας». Με αυτά τα λόγια περιγράφει κάποιος την εμπειρία του απαγωγής από εξωγήινα όντα. Σε όλο τον κόσμο, μπορούμε να βρούμε τέτοιες αναφορές από ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων. Τί είναι τελικά αυτό το φαινόμενο ; Και γιατί το βρίσκουμε τόσο δύσκολο να πάρουμε στα σοβαρά αυτές τις μαρτυρίες ;
Το φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών έγινε ευρέως γνωστό με την δημοσιοποίηση της περίπτωσης του ζεύγους των Barney και Betty Hill στα 1961. Το ζεύγος Hill ισχυρίστηκε ότι, επιστρέφοντας στο σπίτι με το αυτοκίνητό μετά από μια νυχτερινή επίσκεψη, είδαν ένα άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο να τους ακολουθεί από ψηλά. Το δισκοειδές σκάφος προσγειώθηκε και τα εξωγήινα όντα που βγήκαν από αυτό τους μετέφεραν στο εσωτερικό του. Μερικές ώρες αργότερα βρέθηκαν πάλι να οδηγούν στον αυτοκινητόδρομο, με ένα έντονο αίσθημα ανησυχίας αλλά χωρίς να μπορούν να θυμηθούν τί ακριβώς τους είχε συμβεί. Είχαν απλώς ένα κενό μνήμης και διαπίστωσαν μια παράξενη απώλεια χρόνου, όταν έφτασαν σπίτι τους αργά εκείνο το βράδυ. Έπειτα από μερικά χρόνια, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το περιστατικό, απευθύνθηκαν σε κάποιον ειδικό και θυμήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους με την μέθοδο της ύπνωσης.
Μετά από αυτή την πρώτη αναφερόμενη περίπτωση, περιστατικά απαγωγής άρχισαν να καταγράφονται το ένα μετά το άλλο. Πολλοί άνθρωποι σε όλον τον κόσμο παραδέχθηκαν πως είχαν δεχθεί την εισβολή «κάτι αλλόκοτου» στην ζωή τους, ενώ δημοσιοποιήθηκαν και πολύ παλαιότερες περιπτώσεις. Τέτοιες εμπειρίες είχαν αναφερθεί τουλάχιστον από την δεκαετία του ’50 και είχαν τραβήξει σε μικρότερο βαθμό την προσοχή κάποιων επιστημόνων. Ωστόσο, εκείνος που ασχολήθηκε συστηματικά με το φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών ήταν ο Bud Hopkins, ένας γλύπτης από την Νέα Υόρκη, του οποίου η πρωτοποριακή έρευνα για αρκετές δεκαετίες με πολλούς «απαχθέντες», ουσιαστικά καθιέρωσε τα βασικά χαρακτηριστικά και την συνέπεια του φαινομένου. Ο Hopkins εξέδωσε δύο βιβλία. Το Missing Time (1981), που αναφέρεται στην αίσθηση του χαμένου χρόνου από τους απαχθέντες, στα συμπτώματα που μπορούν να δείξουν ότι έχει συμβεί κάποια εμπειρία απαγωγής και στις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες του φαινομένου, και το Intruders(1987), όπου καθόρισε τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά και τα αναπαραγωγικά πειράματα που φαίνεται να συνδέονται με τις απαγωγές.
Η περιγραφή του φαινομένου ακολουθεί σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο μοτίβο : Ο μάρτυρας νιώθει ξαφνικά να ναρκώνεται, ενώ αντιλαμβάνεται μια παρουσία που κατευθύνεται προς αυτόν. Έχει την αίσθηση ενός ιδιόμορφου ή έντονου φωτός και τελικά αισθάνεται να μεταφέρεται σε κάποιον άλλο χώρο. Στην συνέχεια βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο ενός «διαστημοπλοίου» με ασυνήθιστη γεωμετρία, ξαπλωμένος σε κάτι που μοιάζει με ιατρικό κρεβάτι, ενώ αλλόκοτα πλάσματα είναι σκυμμένα από πάνω του – συνήθως μικρόσωμα γκρίζα όντα με μεγάλα μαύρα μάτια. Τα όντα πειραματίζονται πάνω του, διαπερνούν το σώμα του με αιχμηρά αντικείμενα και εκτελούν διάφορα γενετικά πειράματα. Τέλος, ο μάρτυρας συνέρχεται στο κρεβάτι του ή στην δραστηριότητα που επιτελούσε εκείνη την στιγμή, έχοντας την αίσθηση της σύγχυσης και της απώλειας του χρόνου.
Παρόλο που το φαινόμενο άρχισε να ακούγεται έντονα, έμενε ενταγμένο μέσα στα πλαίσια της ολοένα διογκούμενης φημολογίας σχετικά με τα UFOs και τους εξωγήινους. Ο Bud Hopkins είχε επιδείξει πραγματικό ενδιαφέρον, καλή διάθεση και μεθοδική δουλειά, αλλά δεν ήταν κάποιος ειδικός και τα συμπεράσματά του εύκολα αγνοούνταν. Τί συνέβαινε με αυτούς τους ανθρώπους ; Παρεξηγούσαν κάποιες παραισθήσεις τους, ήταν παθολογικοί ψεύτες, επιζητούσαν την προσοχή και την διασημότητα ; Εύκολα μπορούσαν να δωθούν τέτοιες εξηγήσεις και το φαινόμενο, μέσα στην παράλογη έντασή του, προκαλούσε τον απωθητικό σκεπτικισμό. Έτσι, αυτό που έλειπε ήταν κάποιος αναγνωρισμένος ειδικός που θα ενδιαφερόταν πραγματικά για αυτές τις περιπτώσεις, που θα αναλάμβανε το ρίσκο να τις πλησιάσει και να τις μελετήσει και που θα τολμούσε με θάρρος να υποστηρίξει τα συμπεράσματά του, όποια κι αν ήταν αυτά.
Η πρώτη Επαφή
Το φθινόπωρο του 1989, ο δρ. John Mack, καθηγητής ψυχιατρικής του Χάρβαρντ και βραβευμένος με Pulitzer για την βιογραφία του Βρετανού ανώτερου αξιωματούχου Τ. Ε. Lawrence (γνωστού ως Λώρενς της Αραβίας), κατά την διάρκεια μιας φιλικής συζήτησης με κάποιον συνάδελφό του, ενημερώθηκε για την περίπτωση του Bud Hopkins, αυτού του καλλιτέχνη από την Νέα Υόρκη που ισχυριζόταν ότι ασχολούνταν με ανθρώπους που είχαν απαχθεί από εξωγήινους. Αμέσως ο δρ. Mack απέρριψε την ιδέα ως εξωφρενική, θεωρώντας ότι θα επρόκειτο για κάποιο είδος μαζικής υστερίας ή παράκρουσης, ενδεχομένως αυτά τα άτομα να έπεφταν και θύματα εκμετάλλευσης.
Λίγες μέρες αργότερα, όμως, ο δρ. Mack αποφάσισε να επισκεφτεί τον Hopkins και να δει από κοντά τί ακριβώς συνέβαινε εκεί. Αυτό που συνάντησε τον ξάφνιασε : «εντυπωσιάστηκα με την ειλικρίνειά του, το βάθος της γνώσης του, και τη βαθιά του ανησυχία για τους απαχθέντες, οι οποίοι συχνά οι περιπτώσεις των οποίων είχαν διαγνωστεί λανθασμένα και αντιμετωπιστεί άπρεπα από ειδικούς ψυχικής υγείας. Όμως, αυτό που με επηρέασε περισσότερο ήταν η εσωτερική συνέπεια των λεπτομερών αναφορών διαφορετικών ατόμων από διάφορα μέρη της χώρας που δεν είχαν κανέναν τρόπο να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, και των οποίων οι ιστορίες είχαν προκύψει πάντα με δυσκολία, συνοδευμένες από στενόχωρες συγκινήσεις».
Τα άτομα που συνάντησε ο δρ. Mack στο σπίτι του Hopkins ήταν καθημερινοί, συνηθισμένοι άνθρωποι, που αναφέρονταν σε αυτό που τους είχε συμβεί διακριτικά, χωρίς και οι ίδιοι να ξέρουν τί ακριβώς ήταν, ενώ πολλές φορές ήθελαν απλά να το προσπεράσουν και να συνεχίσουν τις ζωές τους. Τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο Hopkins ήταν συντριπτικά κάνοντας τον διακεκριμένο καθηγητή του Χάρβαντ να ενδιαφερθεί αληθινά για το φαινόμενο. Όπως αναφέρει : «Καμιά προφανής εξήγηση για το φαινόμενο δεν είχε δοθεί εκείνη την εποχή. Έτσι, θεώρησα ότι αυτή η ομάδα ανθρώπων χρειαζόταν κατανόηση και βοήθεια και ότι αντιπροσώπευε ένα μυστήριο που ξεπερνούσε το κλασικό κλινικό ενδιαφέρον. Αποφάσισα, επομένως, να εργαστώ με τα θύματα των απαγωγών ο ίδιος».
Οι απαχθέντες
Ο John Mack πίστευε ότι ένα φαινόμενο που φαίνεται να προκαλεί τις συμβατικές μας εξηγήσεις ή ακόμη και τις αντιλήψεις μας περί πραγματικότητας δεν θα πρέπει να μας οδηγεί στο να αγνοούμε την ύπαρξή του ή να μας αποτρέπει απ’ το να ερευνήσουμε τις διαστάσεις και τη σημασία του. Τουλάχιστον οι ψυχίατροι θα έπρεπε να εξοικειώνονται με κάθε περίπτωση που φαίνεται να προκαλεί τόσο πολύ άγχος σε πιθανούς ασθενείς τους. Έτσι, τα χρόνια που ακολούθησαν άρχισε να δουλεύει με δεκάδες «απαχθέντες» ακούγοντας προσεκτικά τις ιστορίες τους και παρακολουθώντας το ιστορικό τους.
Αυτό που τον εντυπωσίασε σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η απουσία οποιασδήποτε προφανούς διανοητικής ασθένειας ή κάποιας συναισθηματικής διαταραχής πέρα από τα τραυματικά δευτερογενή συμπτώματα που είχαν προκαλέσει οι ίδιες οι απαγωγές. Αυτό που χρειάζονταν αυτοί οι άνθρωποι ήταν κατανόηση και σωστές διαγνωστικές και θεραπευτικές επεμβάσεις από άτομα που να είναι εξοικειωμένα με τις λεπτομέρειες του φαινομένου και πρόθυμα να αναστείλουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις για την πηγή προέλευσής του. Μόλις αυτοί οι όροι ικανοποιούνταν, αυτές οι περιπτώσεις μπορούσαν να προχωρήσουν πολύ χωρίς μεγάλη βοήθεια, γιατί δεν επρόκειτο για βαθειά διαταραγμένα άτομα που είχαν ανάγκη από εκτενή ψυχοθεραπεία. Όταν αντιμετώπιζαν κάποιον που τους άκουγε, που έβλεπε τις αναφορές τους σοβαρά και όχι, όπως τόσο συχνά τους είχε συμβεί στο παρελθόν, προσπαθώντας να προσαρμόσει τις ιστορίες τους στις γνωστές διαγνωστικές κατηγορίες, υπήρχε συνήθως μεγάλη ανακούφιση και βελτίωση στη διανοητική τους κατάσταση.
Πολλές φορές και οι ίδιοι δεν ήθελαν να πιστέψουν στην «αλήθεια» της εμπειρίας τους. Συχνά προτιμούσαν να πιστέψουν ότι είχαν κάποιου είδους κακό όνειρο.. Άλλες φορές, ήλπιζαν να βρουν κάποιο είδος ψυχιατρικής εξήγησης, που να μπορεί να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά, έτσι ώστε η εμπειρία να σταματήσει. Συνήθως, μετά από την αρχική κοινοποίηση σε έναν πρόθυμο ακροατή, πολλοί δεν ήθελαν να συνεχίσουν να το συζητούν, καθώς το θεωρούσαν απαραίτητο να απομακρυνθούν από αυτό το υλικό για να συνεχίσουν την καθημερινή τους ζωή.
Από την εμπειρία του με τους απαχθέντες (τους αποκαλούσε experiencers – αυτοί που είχαν την εμπειρία), ο δρ. Mack διαπίστωσε την ειλικρίνεια με την οποία μιλούσαν, την απουσία ψυχολογικής αστάθειας έξω από το συγκεκριμένο γεγονός, αλλά και το πολύπλοκο του φαινομένου που αποτελούνταν από μία ποικιλία συνακόλουθων στοιχείων. Αυτό που τον εντυπωσίαζε ήταν η μεγάλη συνέπεια στα βασικά χαρακτηριστικά και στις λεπτομέρειές του. Ξανά και ξανά, δεκάδες διαφορετικοί άνθρωποι, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, περιέγραφαν τα ίδια βασικά γνωρίσματα και συνέπιπταν σε συγκεκριμένα λεπτά σημεία.
Η εξεταστική επιτροπή
Ο μεγάλος θόρυβος γύρω από τον καθηγητή του Χάρβαρντ που ασχολούνταν με όλα αυτά προέκυψε με την έκδοση του βιβλίου Abductions (1994). Σε αυτό ο δρ. Mack δημοσίευσε τα συμπεράσματά του από τις 200 περιπτώσεις απαχθέντων που είχε παρακολουθήσει, καταλήγοντας ότι το φαινόμενο ήταν αληθινό, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έπασχαν από κάποια ασθένεια ούτε ψεύδονταν, και ότι αυτό που αφηγούνταν πίστευαν πραγματικά ότι τους είχε συμβεί. Τα Μ.Μ.Ε. δεν άργησαν να μιλήσουν για τον διακεκριμένο καθηγητή που παραδεχόταν τις εξωγήινες απαγωγές και σύντομα ο κοσμήτορας της ιατρικής σχολής του Χάρβαρντ ανέθεσε σε μια επιτροπή να εξετάσει τί ακριβώς συνέβαινε. Η κλινική επάρκεια του δρ. Μακ τέθηκε υπό έλεγχο. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του Χάρβαρντ που ένας μόνιμος καθηγητής υποβάλλονταν σε μια τέτοια έρευνα.
Ο δρ. Mack χαρακτήρισε την έρευνα πολυδαίδαλη και καφκική, και κάποιοι συνάδελφοί του πήραν το μέρος του. Ο καθηγητής λογοτεχνίας Terry Matheson έγραψε ότι «διατηρώντας τις ισορροπίες, ο Μακ παρουσιάζει δίκαια έναν απολογισμό του θέματος όπως έχει αναφερθεί μέχρι σήμερα, ακολουθώντας τις αφηγήσεις των απαγωγών όπως έχουν», ενώ σημαντική ήταν η υποστήριξη του καθηγητή νομικής του Χάρβαρντ, Alan Dershowitz, ο οποίος αμφέβαλλε «για την ισχύ της έρευνας στο Χάρβαρντ για έναν μόνιμο καθηγητή που δεν έχει υποπέσει σε υπόνοιες για ηθικές παραβιάσεις ή κακή επαγγελματική μεταχείριση».
Τελικά, μετά από μία εξοχυνιστική έρευνα δεκατεσσάρων μηνών, η επιτροπή κατέληξε στο να δικαιώσει την δουλειά του επιτρέποντας την συνέχιση της ερευνάς του χωρίς άλλα κωλύματα από μέρους τους. Όμως, αυτό που είχε ενοχλήσει περισσότερο τον Mack ήταν οι υποψίες ότι ίσως είχε χάσει την αντικειμενικότητά του. «Συχνά λέγεται ότι είμαι πλέον ένας believer και έτσι έχω παραδώσει και χάσει την αντικειμενικότητά μου. Το αρνούμαι πραγματικά αυτό. Επειδή αυτό δεν έχει να κάνει με το αν πιστεύεις κάτι. Δεν πίστευα τίποτα όταν ξεκίνησα, δεν πιστεύω πραγματικά τίποτα τώρα. Φτάνω στο συμπέρασμα στο οποίο με έχει οδηγήσει η κλινική μου έρευνα. Με άλλα λόγια, εργάστηκα με αυτούς τους ανθρώπους για εκατοντάδες και εκατοντάδες ώρες και έχω κάνει μια τόσο προσεκτική εργασία όσο χρειαζόταν για να ακούσω, να εξετάσω προσεκτικά και να λάβω υπόψη μου όλες τις εναλλακτικές ερμηνείες. Και καμιά από αυτές δεν έχει προκύψει πραγματικά. Κανένας δεν έχει βρει μια εναλλακτική εξήγηση ούτε καν για μια περίπτωση απαγωγής».
Εναλλακτικές ερμηνείες
Ο John Mack σημειώνει ότι η έντονη απαίτηση για εναλλακτικές εξηγήσεις προέρχεται από εκείνους που είτε δεν γνωρίζουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου, είτε είναι τόσο περιορισμένοι στην κοσμοαντίληψή τους, ώστε η ιδέα μιας νοημοσύνης ή κάποιων όντων έξω από τη γη που μας επισκέπτονται είναι απλά αδύνατη. Μπορεί να πιστεύουμε στην ύπαρξη ενός προσωπικού Θεού, λέει ο δρ. Mack, όμως να μην βρίσκουμε πιθανή την περίπτωση κοσμικές οντότητες να μπορούν εισέρχονται με αυτόν τον τρόπο στον φυσικό και διανοητικό μας κόσμο. Ωστόσο, κι ο ίδιος εξέτασε επισταμένα τις διάφορες εναλλακτικές ερμηνείες, τις οποίες κατηγοριοποιεί στις παρακάτω :
1) Η ψυχιατρική θεωρία. Για αυτήν δηλώνει πως «κανένα σαφές μοτίβο διανοητικής ασθένειας δεν έχει προκύψει, αν και ψυχολογικές διαταραχές μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των απαχθέντων, σχετικές ή ανεξάρτητες με το ιστορικό της απαγωγής τους. Προσωπικά, συγκλονίστηκα από το πόσο λίγη διανοητική ασθένεια συνάντησα ανάμεσά τους, λαμβάνοντας υπόψη την συχνά ισόβια φύση του φαινομένου και την ενοχλητική έντασή του».
2) Η ψυχοκοινωνική/πολιτιστική θεωρία. Η αρχική αναφορά των ιστοριών απαγωγής από UFOs οδήγησε πολλούς στην ιδέα ότι πρόκειται για μια μορφή μαζικής υστερίας. Σε αντίθεση με αυτό, ωστόσο, έρχεται το γεγονός ότι οι απαχθέντες βρίσκονται σπάνια σε επικοινωνία μεταξύ τους πριν συγκεντρωθούν σε ομάδες υποστήριξης ή βρουν ο ένας τον άλλο λόγω της κοινής τους εμπειρίας. Στην πραγματικότητα, σημειώνει ο δρ. Mack, οι αναφορές των μέσων σε όλα αυτά είναι είτε ανακριβείς, είτε φτωχές σε στοιχεία, είτε έπονται των πραγματικών περιστατικών. Σε μια άλλη πτυχή της πολιτιστικής θεωρίας θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την άποψη του γνωστού επιστήμονα και ερευνητή των UFOs Jacque Vallee, ο οποίος συνέδεσε τις σύγχρονες απαγωγές από UFO με τις ιστορικές και μυθικές αναφορές επισκέψεων από μικρά όντα (νεράιδες, ξωτικά). Ίσως να έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που «ντύνεται» ανάλογα με τα πολιτιστικά στοιχεία της κάθε εποχής.
3) Η εξωγήινη υπόθεση. Σχεδόν σαν να εφαρμόζουν μια διαδικασία ελαχιστοποίησης των επιλογών πολλοί ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα UFOs είναι διαστημικά σκάφη που ελέγχονται από εξωγήινους και ότι αυτά τα όντα υπάρχουν στην υλική πραγματικότητά μας και εκτελούν τις απαγωγές. Παρόλο που αυτή η θεωρία ικανοποιεί τους οπαδούς με έναν συστηματικό, εσωτερικά λογικό και συνεπές τρόπο, ο δρ. Mack παρατηρεί ότι μερικές φορές και με την εξωγήινη υπόθεση υπάρχουν προβλήματα, ειδικά αν την πάρουμε κατά γράμμα.
4) Διείσδυση άλλων διαστάσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ίδιοι οι απαχθέντες, που είναι συχνά χωρίς μεγάλες επιστημονικές γνώσεις και δεν προκρίνουν αυτήν την ερμηνεία, μιλούν για την αίσθηση που έχουν της διείσδυσης άλλων διαστάσεων στην δική μας πραγματικότητα. Γενικά, το φαινόμενο φαίνεται να καταργεί περισσότερο τις σταθερές του κόσμου μας και να διεισδύει σε αυτόν παρά να συνυπάρχει μέσα στον φυσικό μας χωρόχρονο.
Το μυστήριο
Η συνεισφορά του John Mack στο φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών ήταν τεράστια καθώς προσέδωσε κύρος και αντικειμενικότητα σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της εποχής μας. Κατέδειξε ότι το φαινόμενο υφίσταται, σε ανθρώπους που δεν είναι ψυχολογικά ασθενείς και δεν ψεύδονται σχετικά με την εμπειρία τους, παρόλο που η λογική μας και η δομημένη μας κοσμοαντίληψη αρνείται να το δεχτεί. Όπως έγραψε : «το φαινόμενο των απαγωγών μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα αυθεντικό και ενοχλητικό μυστήριο, αλλά είναι σημαντικό να το ομολογούμε όταν κάτι είναι μυστήριο. Μπορεί να είναι ακριβώς από εκείνα τα φαινόμενα που δεν ταιριάζουν στις καθιερωμένες επιστημονικές μας κατηγορίες και από τα οποία μπορούμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα, ακόμα και αν μας αναγκάζουν να αλλάξουμε τις απόψεις μας για την πραγματικότητα».
Στο δεύτερο και τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε για το φαινόμενο, Passport to the Cosmos (1999), δήλωσε πως για εκείνον δεν έχει νόημα πλέον να συζητάμε αν όλα αυτά είναι αληθινά ή όχι, και θέλησε να διερευνήσει την σημασία των παρατηρήσεων αυτών για την ανθρωπότητα και τις συνέπειες που μπορεί να έχουν για μια ευρύτερη οπτική του κόσμου μας, μέσω της ανάπτυξης μιας συμπαντικής συνείδησης.
poukollas.com
No comments:
Post a Comment